κλεωναία

κλεωναία
κλεωναία, ἡ (Α)
το φυτό ελένιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλεωναίαν — κλεωναίᾱν , κλεωναία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλεωναίαν — Κλεωναίᾱν , Κλεωναῖος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεώνιον — κλεώνιον, το (Α) κλεωναία* …   Dictionary of Greek

  • Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”